surpreso - ορισμός. Τι είναι το surpreso
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι surpreso - ορισμός


Surpreso      
adj.
Surprehendido; perplexo.
(Do lat. "super" + "prehensus")
surpreso      
(ê) adj (fr surpris)
1 Que se surpreendeu; surpreendido.
2 Apanhado em flagrante.
3 Apanhado de improviso.
4 Assombrado, espantado, perplexo.
surpresa      
/ê/ s.f. (-c1780 cf. DedChron) ato ou efeito de surpreender(-se)
ele não demonstrou s.
1 fato ou coisa que surpreende, que causa admiração ou espanto
para ninguém foi s. ele ter ganho o primeiro prêmio ele é uma caixa de surpresas
2 fato inesperado, repentino, não anunciado previamente; imprevisto
a vovó diz que as s. lhe fazem mal ao coração
3 algo que traz um prazer inesperado; presente
as crianças esperavam a s. que o pai lhes prometera
4 B chegada inesperada de pessoas para ajudar, num tipo de mutirão que pode ser seguido de música e dança
±
de s. inesperadamente, de repente
chegar de s.
-etim fr. surprise (1160) 'imposto extraordinário' (1549) 'ato de supreender; fato que suscita maravilha', fem.substv. de surpris , part.pas. de surprendre 'surpreender'; ver prend- ; f.hist. c1780 sorpresa , 1811 surpresa , 1836 surpreza -sin/var ver sinonímia de emboscada -hom surpresa(fl.surpresar)